Hasta el final
Corto preguntas,
no llega respuesta
sino hojas rosas.
El árbol inhala más luz,
envolviéndome la duda
con una de las hojas del gran sueño.
¿De dónde las cortas?,
insinúa el silencio raro
ante dos Cariátides de la calle.
Donde hay camino, algo se mueve
en busca de sol una tarde verde,
cuando haya tiempo.
Las Cariátides no se arden igual que yo
adivinando la ondulación
de tu voz a mis preguntas.
Tras cruzar la Asomaton
de los espíritus acerca del trono divino
echo de menos la conversación.
Hasta el final queremos
ocupar un puesto de verdad,
vivir con el verdor de la primavera.
Hacia lo desconocido intentamos
habitar la presencia del otro
con preguntas, notas rojas del silencio.
Pues, me las corto de la mente
inexistente,
puede ser una respuesta
al árbol, es decir, a mí misma que pregunta.
Μέχρι το τέλος
Κόβω
ερωτήσεις,
δεν
φτάνει απάντηση,
αλλά
ροδαλά φύλλα.
Το
δέντρο εισπνέει κι άλλο φως,
τυλίγοντάς
μου την αμφιβολία
με
ένα απ’ τα φύλλα του μεγάλου ύπνου.
Από πού τις κόβεις;,
υπονοεί
η σπάνια σιωπή
μπροστά
σε δυο Καρυάτιδες του δρόμου.
Όπου
υπάρχει δρόμος, κάτι κινείται
αναζητώντας
τον ήλιο ένα πράσινο δείλι,
όποτε
υπάρχει χρόνος.
Οι
Καρυάτιδες δεν καίγονται όπως εγώ
μαντεύοντας
τον κυματισμό
της
φωνής σου στις ερωτήσεις μου.
Διασχίζω
την Ασωμάτων
των
πνευμάτων, πλησίον του θεϊκού θρόνου
κι
έπειτα, νοσταλγώ τη συνομιλία.
Ως
το τέλος θέλουμε
για
οχυρό μια θέση αλήθειας,
να
ζούμε με την πρασινάδα της άνοιξης.
Προς
το άγνωστο επιχειρούμε
να
κατοικούμε την παρουσία του άλλου
με
ερωτήσεις, ερυθρές σημειώσεις της σιωπής.
Ε, τις κόβω από το ανύπαρκτο μυαλό,
μπορεί
να είναι μία απάντηση
στο
δέντρο, ήτοι, σε μένα την ίδια που ρωτάει.
Comments
Post a Comment